- Λευκίππου
- Λεύκιπποςridingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκίππου — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… … Dictionary of Greek
Ικάριος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν πατέρας της Πηνελόπης, γιος του Περιήρη και της κόρης του Περσέα, Γοργοφόνης, αδελφός του Τυνδάρεω, του Λεύκιππου και του Αφα ρέα. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή ήταν γιος του Οίβαλου, γιου του Περιήρη, και της νύμφης… … Dictionary of Greek
Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… … Dictionary of Greek
Φοίβη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. Με το όνομα αυτό αναφέρονται η κόρη του Ουρανού και μητέρα της Λητώς, η κόρη του Λεύκιππου, ιέρεια της Αθηνάς, που την απήγαγε ο Διόσκουρος Πολυδεύκης, η κόρη του Τυνδάρεω και αδελφή της Κλυταιμνήστρας και της Ελένης … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
ιλάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Λεύκιππου, γιου του βασιλιά της Μεσσήνης Περιήρους, και της Φιλοδίκης, κόρης του Ινάχου, βασιλιά του Άργους. Η Ι. και η αδελφή της Φοίβη, επρόκειτο να παντρευτούν τους Αφαρίδες Ίδα και Λυγκέα. Όταν όμως τις… … Dictionary of Greek
ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… … Dictionary of Greek
Άβδηρα — I Αρχαία πόλη της Θράκης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέστου. Το όνομα Αβδηρίτης στην αρχαιότητα ήταν συνώνυμο με το ανόητος, βλάκας, χωρίς να είναι γνωστό για ποιον ακριβώς λόγο. Παρ’ όλα αυτά, τα Ά. ήταν η πατρίδα των φιλοσόφων Δημοκρίτου,… … Dictionary of Greek
Ανώγων ή Άναξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Κάστορα και της κόρης του Λευκίππου Ιλάειρας. Με το δεύτεροόνομά του τον τιμούσαν στο Άργος όπου, σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησαν οι Διόσκουροι τη μητέρα του, ιέρεια της Αρτέμιδος, και την αδελφή της Φοίβη, ιέρεια… … Dictionary of Greek